κέρασος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κέρασος | οι | κέρασοι (κέρασες) |
γενική | της | κεράσου | των | κεράσων |
αιτιατική | την | κέρασο | τις | κεράσους (κέρασες) |
κλητική | κέρασε (κέρασο) | κέρασοι (κέρασες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κέρασος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερασός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κέρασος θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κέρασος
|