κάττυμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάττυμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάττυμα / κάσσυμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάττυμα ουδέτερο
- κομμάτι δέρματος που χρησιμοποιείται για σόλα παπουτσιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάττυμα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κάττυμᾰ | τὰ | καττύμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | καττύμᾰτος | τῶν | καττυμᾰ́των |
δοτική | τῷ | καττύμᾰτῐ | τοῖς | καττύμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κάττυμᾰ | τὰ | καττύμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | κάττυμᾰ | καττύμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καττύμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καττυμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάττυμα ουδέτερο
- αττικός τύπος του κάσσυμα
- (ελληνιστική σημασία) ※ 1ος αιώνας πκε / 1ος κε ⌘ Πλούταρχος, Περὶ μουσικῆς, 2.1138b.
- σχεδὸν γὰρ ἀποπεφοιτήκασιν εἴς τε τὰ καττύματα καὶ εἰς τὰ Πολυείδου ποιήματα
- και σταμάτησαν αν παρακολουθούν τα μπαλώματα και τα δημουργήματα του Πολύειδου [διάσημος συνθέτης]