Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάνα < κανένα

  Αντωνυμία επεξεργασία

κάνα

  1. κανένα
  2. (όταν ακολουθείται από το δύο ή το δυο) κανέναν ή καμία
    τον ακολούθησαν κάνα δυο γυναίκες

Συγγενικά επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία