Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλλιστα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλλιστα, υπερθετικός βαθμός του καλῶς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.li.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλ‐λι‐στα

  Επίρρημα επεξεργασία

κάλλιστα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλλιστα < υπερθετικός βαθμός του καλῶς, μορφολογικά, κάλλιστ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

κάλλιστα

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κάλλιστα