ιχθυόεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχθυόεις < ἰχθυόεις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.xθiˈo.is/
Επίθετο επεξεργασία
ιχθυόεις
- (αρχαιοπρεπές) → δείτε τη λέξη ἰχθυόεις ("γεμάτος ψάρια")
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιχθυόεις