Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόπεδος η ισόπεδη το ισόπεδο
      γενική του ισόπεδου της ισόπεδης του ισόπεδου
    αιτιατική τον ισόπεδο την ισόπεδη το ισόπεδο
     κλητική ισόπεδε ισόπεδη ισόπεδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόπεδοι οι ισόπεδες τα ισόπεδα
      γενική των ισόπεδων των ισόπεδων των ισόπεδων
    αιτιατική τους ισόπεδους τις ισόπεδες τα ισόπεδα
     κλητική ισόπεδοι ισόπεδες ισόπεδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόπεδος < αρχαία ελληνική ἰσόπεδος

  Επίθετο επεξεργασία

ισόπεδος

  1. που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με κάτι άλλο
  2. που όλα του τα τμήματα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία