Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ισχυριστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ισχυρίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισχυρίζομαι
  3. θα ισχυριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισχυρίζομαι