Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιστότοπος οι ιστότοποι
      γενική του ιστότοπου των ιστότοπων
    αιτιατική τον ιστότοπο τους ιστότοπους
     κλητική ιστότοπε ιστότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστότοπος < (ιστός) ιστό- + -τοπος (τόπος) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική website

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιστότοπος αρσενικό

  • (νεολογισμός) (διαδίκτυο) ομάδα ιστοσελίδων που αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα ή μερικά συναφή θέματα, αντιμετωπίζονται ως μία οντότητα και διατηρούνται από ένα πρόσωπο ή ένα φορέα σε υπολογιστή συνδεδεμένο στο Διαδίκτυο

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία