Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιστοριογράφος οι ιστοριογράφοι
      γενική του/της ιστοριογράφου των ιστοριογράφων
    αιτιατική τον/την ιστοριογράφο τους/τις ιστοριογράφους
     κλητική ιστοριογράφε ιστοριογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστοριογράφος < ελληνιστική κοινή ἱστοριογράφος[1] < ἱστορία + γράφω. Συγχρονικά αναλύεται σε ιστορί(α) + -ο- + -γράφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.sto.ɾi.oˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐στο‐ρι‐ο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιστοριογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία