ιστορίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιστορίζω < μεσαιωνική ελληνική ἱστορίζω
Ρήμα επεξεργασία
ιστορίζω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιστορίζω | ιστόριζα | θα ιστορίζω | να ιστορίζω | ιστορίζοντας | |
β' ενικ. | ιστορίζεις | ιστόριζες | θα ιστορίζεις | να ιστορίζεις | ιστόριζε | |
γ' ενικ. | ιστορίζει | ιστόριζε | θα ιστορίζει | να ιστορίζει | ||
α' πληθ. | ιστορίζουμε | ιστορίζαμε | θα ιστορίζουμε | να ιστορίζουμε | ||
β' πληθ. | ιστορίζετε | ιστορίζατε | θα ιστορίζετε | να ιστορίζετε | ιστορίζετε | |
γ' πληθ. | ιστορίζουν(ε) | ιστόριζαν ιστορίζαν(ε) |
θα ιστορίζουν(ε) | να ιστορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιστόρισα | θα ιστορίσω | να ιστορίσω | ιστορίσει | ||
β' ενικ. | ιστόρισες | θα ιστορίσεις | να ιστορίσεις | ιστόρισε | ||
γ' ενικ. | ιστόρισε | θα ιστορίσει | να ιστορίσει | |||
α' πληθ. | ιστορίσαμε | θα ιστορίσουμε | να ιστορίσουμε | |||
β' πληθ. | ιστορίσατε | θα ιστορίσετε | να ιστορίσετε | ιστορίστε | ||
γ' πληθ. | ιστόρισαν ιστορίσαν(ε) |
θα ιστορίσουν(ε) | να ιστορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιστορίσει | είχα ιστορίσει | θα έχω ιστορίσει | να έχω ιστορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιστορίσει | είχες ιστορίσει | θα έχεις ιστορίσει | να έχεις ιστορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιστορίσει | είχε ιστορίσει | θα έχει ιστορίσει | να έχει ιστορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιστορίσει | είχαμε ιστορίσει | θα έχουμε ιστορίσει | να έχουμε ιστορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιστορίσει | είχατε ιστορίσει | θα έχετε ιστορίσει | να έχετε ιστορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιστορίσει | είχαν ιστορίσει | θα έχουν ιστορίσει | να έχουν ιστορίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιστορίζω
|