Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιστολογικώς < ιστολογικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ιστολογικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία