ισοδυναμήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ισοδυναμήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ισοδυναμώ
- θα ισοδυναμήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ισοδυναμώ