ιπποτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπποτισμός < ιππότης + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chevalerie)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποτισμός αρσενικό
- η ιπποσύνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποτισμός
|
ιπποτισμός αρσενικό
|