ιπποδρομιάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιπποδρομιάκιας | οι | ιπποδρομιάκηδες |
γενική | του | ιπποδρομιάκια | των | ιπποδρομιάκηδων |
αιτιατική | τον | ιπποδρομιάκια | τους | ιπποδρομιάκηδες |
κλητική | ιπποδρομιάκια | ιπποδρομιάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιπποδρομιάκιας < ιπποδρομί(α) + -άκιας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιπποδρομιάκιας αρσενικό
- (ειρωνικό) αυτός που ασχολείται με τις ιπποδρομίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποδρομιάκιας
|