ιντελεκτουαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιντελεκτουαλισμός < γαλλική intellectualisme + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιντελεκτουαλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η νοησιαρχία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιντελεκτουαλισμός
|