ινδόρνις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ινδόρνις < ινδ(ός) + όρνις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dinde)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /inˈðoɾ.nis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ινδόρνις θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ινδόρνις
|