Δείτε επίσης: ἰνδικτιών

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινδικτιών < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰνδικτιών < λατινική indictio → και δείτε τη λέξη ινδικτιώνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /in.ði.ktiˈon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιν‐δι‐κτι‐ώ‐ν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινδικτιών θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία