Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιθύφαλλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιθύφαλλος αρσενικό

φαλλός σε στύση:

  1. χορός
  2. ομοίωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία