ιθύφαλλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιθύφαλλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιθύφαλλος αρσενικό
φαλλός σε στύση:
- χορός
- ομοίωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιθύφαλλος
|
ιθύφαλλος αρσενικό
φαλλός σε στύση:
|