Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο ιθύνων νους
      γενική του ιθύνοντα νου
    αιτιατική τον ιθύνοντα νου
     κλητική ιθύνων νους
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιθύνων νους → δείτε τις λέξεις ιθύνων και νους

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιθύνων νους αρσενικό

  • άνθρωπος που συλλαμβάνει, σχεδιάζει και κατευθύνει μια διαδικασία
    ήταν ο ιθύνων νους της εκστρατείας
    συνελήφθη ο ιθύνων νους της ληστείας
     συνώνυμα: εγκέφαλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία