Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιερός ναός οι ιεροί ναοί
      γενική του ιερού ναού των ιερών ναών
    αιτιατική τον ιερό ναό τους ιερούς ναούς
     κλητική ιερέ ναέ ιεροί ναοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιερός ναός < → δείτε τις λέξεις ιερός και ναός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.eˈɾos naˈos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιερός ναός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ΙΝ (συντομογραφία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία