ιεροεξεταστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεροεξεταστής < Ιερά Εξέταση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιεροεξεταστής αρσενικό
- κληρικός ανώτατου βαθμού που ήταν μέλος της Ιεράς Εξέτασης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεροεξεταστής
ιεροεξεταστής αρσενικό