ιδιωτεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιωτεία < αρχαία ελληνική ἰδιωτεία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική idiotie)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιδιωτεία θηλυκό
- (ψυχιατρική) διανοητική ανεπάρκεια σε μεγάλο βαθμό
Δείτε επίσης : ἰδιωτεία, ιδιώτευση |
ιδιωτεία θηλυκό