ιδιοκτησιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιοκτησιακός < ιδιοκτησία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ιδιοκτησιακός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ιδιοκτησία
- το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο