ιδιοκατοίκηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιοκατοίκηση | οι | ιδιοκατοικήσεις |
γενική | της | ιδιοκατοίκησης | των | ιδιοκατοικήσεων |
αιτιατική | την | ιδιοκατοίκηση | τις | ιδιοκατοικήσεις |
κλητική | ιδιοκατοίκηση | ιδιοκατοικήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιοκατοίκηση < (ιδιοκατοικώ) ιδιοκατοικη- + {{-ση]}}. Μορφολογικά αναλύεται σε ιδιο- + κατοίκηση.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιδιοκατοίκηση θηλυκό
- (νομικός όρος) η χρήση ενός χώρου ως κατοικίας του ίδιου του ιδιοκτήτη του
- ↪ έβγαλαν από το διαμέρισμα τους ενοικιαστές λόγω ιδιοκατοίκησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιοκατοίκηση
|