ιδεογραφικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδεογραφικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδεογραφικῶς.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ιδεογραφικ(ός) + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
ιδεογραφικώς
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ήδη το 1872, σελ. 482, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές επεξεργασία
- ιδεογραφικώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)