Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ιαίνω

  1. γιατρεύω, θεραπεύω
  2. υγιαίνω ή ιάθηκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία