ιέρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιέρισσα | οι | ιέρισσες |
γενική | της | ιέρισσας | των | ιερισσών |
αιτιατική | την | ιέρισσα | τις | ιέρισσες |
κλητική | ιέρισσα | ιέρισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιέρισσα θηλυκό
- (σπάνιο ή ποιητικό) ιέρεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιέρισσα
→ δείτε τη λέξη ιέρεια |