Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θύρωμα τα θυρώματα
      γενική του θυρώματος των θυρωμάτων
    αιτιατική το θύρωμα τα θυρώματα
     κλητική θύρωμα θυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θύρωμα < αρχαία ελληνική θύρωμα < θυρόω < θύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θύρωμα ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) πλαίσιο φτιαγμένο από μάρμαρο, πέτρα, ξύλο ή άλλα υλικά γύρω από το περίγραμμα μιας θύραςπαράθυρου)
     συνώνυμα: κούφωμα, περβάζι, τελάρο
  2. το προσωρινό άνοιγμα σε τοίχο, στο οποίο εντοιχίζονται οι πόρτες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θύρωμα < θυρόω < θύρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θύρωμα ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) θύρωμα