θυροτηλεόραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θυροτηλεόραση | οι | θυροτηλεοράσεις |
γενική | της | θυροτηλεόρασης* | των | θυροτηλεοράσεων |
αιτιατική | τη | θυροτηλεόραση | τις | θυροτηλεοράσεις |
κλητική | θυροτηλεόραση | θυροτηλεοράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θυροτηλεοράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυροτηλεόραση θηλυκό
- θυροτηλέφωνο με οθόνη για να βλέπουμε ποιος χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας
Μεταφράσεις επεξεργασία
θυροτηλεόραση
|