θρόνιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θρόνιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θρονιάζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θρόνιασμα
|
θρόνιασμα ουδέτερο
|