θρομβούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θρομβούμαι < ελληνιστική κοινή θρομβόομαι / θρομβοῦμαι < αρχαία ελληνική θρόμβος
Ρήμα επεξεργασία
θρομβούμαι
- παρουσιάζω ή σχηματίζω θρόμβους (στο αίμα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θρόμβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θρομβούμαι