Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θριάμβευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος θριαμβεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος θριαμβεύω