Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θραύσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θραύω
  2. θα θραύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θραύω