Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θορυβούμαι, παθητική φωνή του θορυβώ

  Ρήμα επεξεργασία

θορυβούμαι

→ δείτε τη λέξη θορυβώ