Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θολώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θολώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θολώνω
  3. θα θολώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θολώνω