θηριοτροφεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | θηριοτροφεῖον | τὰ | θηριοτροφεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | θηριοτροφείου | τῶν | θηριοτροφείων | ||||
δοτική | τῷ | θηριοτροφείῳ | τοῖς | θηριοτροφείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | θηριοτροφεῖον | τὰ | θηριοτροφεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | θηριοτροφεῖον | θηριοτροφεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θηριοτροφείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θηριοτροφείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηριοτροφεῖον < θηριοτρόφ(ος) + -εῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική θηρί(ον) + -ο- + τροφεῖον < τρέφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηριοτροφεῖον, -ου ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- θηριοτροφεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.