θεϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θεϊσμός | οι | θεϊσμοί |
γενική | του | θεϊσμού | των | θεϊσμών |
αιτιατική | τον | θεϊσμό | τους | θεϊσμούς |
κλητική | θεϊσμέ | θεϊσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεϊσμός < από το λατινικό deus, θεός.
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεϊσμός αρσενικό και ντεϊσμός
- η πίστη στο θείο, η πίστη στο θείας φύσης μεταφυσικό
- λατρευτική-θρησκευτική φιλοσοφική προσέγγιση ή ανάλυση
- οι περισσότερες αθεϊστικές προσεγγίσεις είναι θεϊστικές κι όχι επιστημονικές
Συγγενικά επεξεργασία
Ταυτόσημο επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- θεϊσμός στη Βικιπαίδεια