θεωρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | θεωρικά | ||
γενική | των | θεωρικών | ||
αιτιατική | τα | θεωρικά | ||
κλητική | θεωρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεωρικά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεωρικά ουδέτερο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεωρικά
|