θεσμολαγνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.zmo.laˈɣni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐σμο‐λα‐γνεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεσμολαγνεία θηλυκό
- (νεολογισμός) η λαγνεία προς τους θεσμούς
- ※ Και η κυβέρνηση, ποιον πείθει με τη θεσμολαγνεία της και τις επιθέσεις της εναντίον της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «ευτελισμό των θεσμών;» Συνιστούσε «σεβασμό των θεσμών» η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές το 2007 με την επίκληση «σοβαρού εθνικού ζητήματος» την… κατάρτιση προϋπολογισμού; (Θάνος Οικονομόπουλος, Υποκριτική θεσμολαγνεία, Η Καθημερινή, 26 Ιουλίου 2009)
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεσμολαγνεία
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr