θερμοπεριεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοπεριεκτικότητα < θερμο- + περιεκτικότητα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.pe.ɾi.e.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐πε‐ρι‐ε‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοπεριεκτικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός, φυσική) το ποσό θερμότητας που διαθέτει ένα υλικό σε συγκεκριμένη θερμοκρασία και πίεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοπεριεκτικότητα
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr