θερμομέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμομέτρηση | οι | θερμομετρήσεις |
γενική | της | θερμομέτρησης* | των | θερμομετρήσεων |
αιτιατική | τη | θερμομέτρηση | τις | θερμομετρήσεις |
κλητική | θερμομέτρηση | θερμομετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμομέτρηση < θερμομετρώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμομέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θερμομετρώ, η μέτρηση της θερμοκρασίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμομέτρηση
|