θερμοκαυτηρίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμοκαυτηρίαση | οι | θερμοκαυτηριάσεις |
γενική | της | θερμοκαυτηρίασης* | των | θερμοκαυτηριάσεων |
αιτιατική | τη | θερμοκαυτηρίαση | τις | θερμοκαυτηριάσεις |
κλητική | θερμοκαυτηρίαση | θερμοκαυτηριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμοκαυτηριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοκαυτηρίαση < θερμοκαυτήρας + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοκαυτηρίαση θηλυκό
- (ιατρική) καυτηρίαση με ειδικό θερμοκαυτήρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοκαυτηρίαση
|