θερμιδομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμιδομετρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμιδομετρία θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της φυσικής που μελετά τις θερμικές ανταλλαγές ανάμεσα σε διάφορα σώματα
- η μέτρηση των θερμικών ανταλλαγών με θερμιδόμετρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμιδομετρία