Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεριακώνω < θεριακός + -ώνομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈko.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ρια‐κώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

θεριακώνω, αόρ.: (ε)θεριάκωσα, μτχ.π.π.: θεριακωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) γίνομαι τεράστιος
    άλλες μορφές: θεριεύω
  2. (παρωχημένο) γίνομαι άγριος
     συνώνυμα: αγριεύω, εξαγριώνομαι
  3. (παρωχημένο) γίνομαι ισχυρός
     συνώνυμα: ισχυροποιούμαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία