θεριακλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θεριακλίκι | τα | θεριακλίκια |
γενική | του | θεριακλικιού | των | θεριακλικιών |
αιτιατική | το | θεριακλίκι | τα | θεριακλίκια |
κλητική | θεριακλίκι | θεριακλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεριακλίκι < θεριακλ(ής) + -λίκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεριακλίκι ουδέτερο
- η μανιώδης επιθυμία για κάτι, ιδίως για το κάπνισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεριακλίκι
|