Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερίστρα οι θερίστρες
      γενική της θερίστρας των (θεριστρών)
    αιτιατική τη θερίστρα τις θερίστρες
     κλητική θερίστρα θερίστρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερίστρα < θεριστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερίστρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη θεριστής

  Μεταφράσεις επεξεργασία