θεοφάνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεοφάνεια < αρχαία ελληνική θεοφάνεια < θεός + φαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεοφάνεια θηλυκό
- (θρησκεία) η εμφάνιση θεού ή η εμφάνιση της θεότητας (δηλαδή της ιδιότητας του θεού) στους ανθρώπους.
- ο Eυαγγελισμός, η Bάπτιση και η Mεταμόρφωση αποτελούν τρεις περιπτώσεις θεοφανείας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Θεοφάνια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- θεοφάνεια στη Βικιπαίδεια