Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοσύλης < θεός + συλάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοσύλης αρσενικό

  1. αυτός που κλέβει τους ναούς και τα ιερά των θεών
  2. ο ιερόσυλος