θεοπρόπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθεοπρόπος, -ος, ον
- αυτός που προλέγει κατά θεό, ή θεούς τα μέλλοντα
- ο μάντης, ο προφήτης,
- ο αγγελιαφόρος μαντείου, που στέλνεται από ηγεμόνα, στρατηγό, ή πόλη
θεοπρόπος, -ος, ον