Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοπρόπος < θεός + πρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

θεοπρόπος, -ος, ον

  1. αυτός που προλέγει κατά θεό, ή θεούς τα μέλλοντα
  2. ο μάντης, ο προφήτης,
  3. ο αγγελιαφόρος μαντείου, που στέλνεται από ηγεμόνα, στρατηγό, ή πόλη