Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοποιός < θεο- + -ποιός

  Επίθετο επεξεργασία

θεοποιός, -ος, -ον

  1. αυτός που δημιουργεί θεούς, ή θεϊκές δυνάμεις
  2. αυτός που θεοποιεί πρόσωπα
  3. κατ' επέκταση ο θεοπλάστης προπαγανδιστής

Παράγωγα επεξεργασία